φαύσκω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(6_14) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαύσκω''': μνημονεύεται ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ., κλπ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις δια-, ἐπι-, [[ὑποφαύσκω]] καὶ ἐν τῷ ἀναδεδιπλ. τύπῳ [[πιφαύσκω]]. Πρβλ. [[φώσκω]]. | |lstext='''φαύσκω''': μνημονεύεται ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ., κλπ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις δια-, ἐπι-, [[ὑποφαύσκω]] καὶ ἐν τῷ ἀναδεδιπλ. τύπῳ [[πιφαύσκω]]. Πρβλ. [[φώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[φαύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαF</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>w</i>- «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» [<b>βλ. λ.</b> <i>φως</i>]) <span style="color: red;">+</span> ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>πι</i>-[[φαύσκω]] με ενεστωτικό διπλασιασμό)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
cited in EM673.51, al., but only found in the compds. δια-, ἐπι-, ὑπο-φαύσκω, and in redupl. πιφαύσκω.
German (Pape)
[Seite 1259] = φαύω, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φαύσκω: μνημονεύεται ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ., κλπ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις δια-, ἐπι-, ὑποφαύσκω καὶ ἐν τῷ ἀναδεδιπλ. τύπῳ πιφαύσκω. Πρβλ. φώσκω.
Greek Monolingual
Α
φαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + ενεστωτικό επίθημα -σκω (πρβλ. και πι-φαύσκω με ενεστωτικό διπλασιασμό)].