φώσκω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώσκω Medium diacritics: φώσκω Low diacritics: φώσκω Capitals: ΦΩΣΚΩ
Transliteration A: phṓskō Transliteration B: phōskō Transliteration C: fosko Beta Code: fw/skw

English (LSJ)

dawn, Hsch. (mostly in compounds δια-, ἐπι-).

German (Pape)

[Seite 1323] = φαύσκω, φαίνω, leuchten, licht oder hell sein, scheint nur in compp. vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

φώσκω: φέγγω, «χαράζω», «Ἰουλίου ιθϳ φωσκούσης τῆς κϳ» Πρόκλ. Ὑποτυπ. 14, 31· «φώσκει, διαφεύγει» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. δια-, ἐπι-.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) φέγγω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συνήθως σύνθ. με προθέσεις (πρβλ. διαφώσκω, ὑποφώσκω) και αποτελεί μεταπλασμένο τ. του ρ. φαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς].