ἐπιτωθασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(6_14)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμὸς, [[περίγελως]], Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.
|lstext='''ἐπιτωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμὸς, [[περίγελως]], Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτωθασμός]], ὁ (Α) [[επιτωθάζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[χλεύη]] («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτωθασμός Medium diacritics: ἐπιτωθασμός Low diacritics: επιτωθασμός Capitals: ΕΠΙΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epitōthasmós Transliteration B: epitōthasmos Transliteration C: epitothasmos Beta Code: e)pitwqasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mockery, raillery, Plb.3.80.4, Hld.10.25.

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, Verspottung, Pol. 3, 80, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς, περίγελως, Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.

Greek Monolingual

ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) επιτωθάζω
εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.).