λέμβαρχος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_15) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέμβαρχος''': ὁ, ὁ [[κυβερνήτης]] λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες». | |lstext='''λέμβαρχος''': ὁ, ὁ [[κυβερνήτης]] λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λέμβαρχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] λέμβου<br /><b>2.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[ναύτης]] ο [[οποίος]] οδηγεί λέμβο πολεμικού πλοίου<br /><b>3.</b> ο [[διοικητής]] του λεμβαρχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λέμβαρχοι<br />λιπόδερμοι<br />(καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες)».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 28] ὁ, Befehlshaber eines λέμβος, VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.
Greek (Liddell-Scott)
λέμβαρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης λέμβου, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «λέμβαρχοι· οἱ ἐφολκίοις πλέοντες».
Greek Monolingual
ο (Α λέμβαρχος)
νεοελλ.
1. κυβερνήτης λέμβου
2. υπαξιωματικός ή ναύτης ο οποίος οδηγεί λέμβο πολεμικού πλοίου
3. ο διοικητής του λεμβαρχείου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λέμβαρχοι
λιπόδερμοι
(καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες)».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -αρχος].