ὑπενδύτης: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπενδύτης]], ΝΑ [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]], εσώρρουχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιλέκο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> η [[επιδερμίδα]] που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπενδύτης Medium diacritics: ὑπενδύτης Low diacritics: υπενδύτης Capitals: ΥΠΕΝΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypendýtēs Transliteration B: hypendytēs Transliteration C: ypendytis Beta Code: u(pendu/ths

English (LSJ)

[δῠ], ου, ὁ, = foreg., Str.15.3.19.

German (Pape)

[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.