ἄγρυκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] ἀγρυξία, ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253. | |lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] ἀγρυξία, ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[indecible]] ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀ- priv., γρύζω)
A not to be spoken of, ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.157. ἀγρυξία, ἡ, dead silence, Pi.Fr.229.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρυκτος: -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - ἐντεῦθεν ἀγρυξία, ἡ· ἄκρα σιγή. Πινδ. Ἀποσπ. 253.
Spanish (DGE)
-ον indecible ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.