πάννος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6_14)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάννος''': ὁ, = τῷ λατ. pannus, [[ῥάκος]], «πανί», Δίων K. 49. 36.
|lstext='''πάννος''': ὁ, = τῷ λατ. pannus, [[ῥάκος]], «πανί», Δίων K. 49. 36.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[πάννος]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογικό αγγειακό [[δίκτυο]] που αναπτύσσεται στην επιπολής [[στιβάδα]] του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα [[σημεία]] του τραχώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αρθρικός]] [[πάννος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κοκκιωματώδης]] [[ιστός]] που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανί]], [[κουρέλι]], [[ράκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pannus</i> «[[πανί]]»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάννος Medium diacritics: πάννος Low diacritics: πάννος Capitals: ΠΑΝΝΟΣ
Transliteration A: pánnos Transliteration B: pannos Transliteration C: pannos Beta Code: pa/nnos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A pannus, D.C.49.36.

Greek (Liddell-Scott)

πάννος: ὁ, = τῷ λατ. pannus, ῥάκος, «πανί», Δίων K. 49. 36.

Greek Monolingual

ο / πάννος ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία του τραχώματος
2. φρ. «αρθρικός πάννος»
ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες
αρχ.
πανί, κουρέλι, ράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pannus «πανί»].