ἀνέξοιστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέξοιστος''': -ον, = [[ἀνέκφορος]], ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον [[εἶναι]] μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
|lstext='''ἀνέξοιστος''': -ον, = [[ἀνέκφορος]], ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον [[εἶναι]] μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas divulguer.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἐξοίσομαι, v. [[ἐκφέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέξοιστος Medium diacritics: ἀνέξοιστος Low diacritics: ανέξοιστος Capitals: ΑΝΕΞΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anéxoistos Transliteration B: anexoistos Transliteration C: aneksoistos Beta Code: a)ne/coistos

English (LSJ)

ον,

   A not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.

German (Pape)

[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.