μεγαλομέρεια: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6_9)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλομέρεια''': ἡ, [[μέγεθος]] μερῶν, ἀντίθετ. τῷ [[μικρομέρεια]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.
|lstext='''μεγᾰλομέρεια''': ἡ, [[μέγεθος]] μερῶν, ἀντίθετ. τῷ [[μικρομέρεια]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλομέρεια]], ἡ (Α) [[μεγαλομερής]]<br /><b>1.</b> το να αποτελείται [[κάτι]] από μεγάλο [[μέγεθος]] [[μερών]]<br /><b>2.</b> μεγάλο [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοδωρία]], [[γενναιοδωρία]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλομέρεια Medium diacritics: μεγαλομέρεια Low diacritics: μεγαλομέρεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: megaloméreia Transliteration B: megalomereia Transliteration C: megalomereia Beta Code: megalome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45.    II generally, largeness of scale, great size, μ. καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa).    III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.

Greek Monolingual

μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.