θαλαμεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]],, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]],, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
}}
{{grml
|mltxt=[[θαλαμεύω]] (AM) [[θάλαμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]], [[υιοθετώ]] («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στον νυφικό θάλαμο, [[παίρνω]] ως σύζυγο<br /><b>2.</b> (για ζώο) κρύβομαι στη [[φωλιά]] μου<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για γυναίκες) <i>θαλαμεύομαι</i><br />α) [[μένω]] κλεισμένη σε θάλαμο<br />β) νυμφεύομαι.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμεύω Medium diacritics: θαλαμεύω Low diacritics: θαλαμεύω Capitals: ΘΑΛΑΜΕΥΩ
Transliteration A: thalameúō Transliteration B: thalameuō Transliteration C: thalameyo Beta Code: qalameu/w

English (LSJ)

   A lead into the θάλαμος, i.e. take to wife, Hld.4.6:—Pass., of women, to be shut up, kept at home, Aristaenet.2.5; to be taken to wife, Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1181] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem θάλαμος sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Thieren, in der Höhle leben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμεύω: ὁδηγῶ εἰς τὸν θάλαμον, δηλ. λαμβάνω ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις ἕτερος θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ οἰκία,, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.

Greek Monolingual

θαλαμεύω (AM) θάλαμος
μσν.
ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο
2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου
3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι
α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο
β) νυμφεύομαι.