ἱερακίσκος: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_15) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερᾱκίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἱέραξ]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112. | |lstext='''ἱερᾱκίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἱέραξ]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερακίσκος]], ὁ (Α)<br />μικρό [[γεράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[ιέραξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.
Greek Monolingual
ἱερακίσκος, ὁ (Α)
μικρό γεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].