πολυκατασκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκατασκεύαστος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358. | |lstext='''πολῠκατασκεύαστος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατασκευαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατασκευάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>κατασκεύαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.
German (Pape)
[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεο-κατασκεύαστος].