δίστιχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίστῐχος''': -ον, ἔχων δύο σειρὰς ἢ γραμμάς, κριθαὶ Πλούτ. 2. 906Β. 2) ὁ ἐκ δύο στίχων συνιστάμενος, [[ἐπίγραμμα]] Ἀνθ. Π. 9. 369· δίστιχον, τό, Ἀνθ. Π. 6. 329· ― ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 84.
|lstext='''δίστῐχος''': -ον, ἔχων δύο σειρὰς ἢ γραμμάς, κριθαὶ Πλούτ. 2. 906Β. 2) ὁ ἐκ δύο στίχων συνιστάμενος, [[ἐπίγραμμα]] Ἀνθ. Π. 9. 369· δίστιχον, τό, Ἀνθ. Π. 6. 329· ― ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 84.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />disposé sur deux rangs ; <i>t. de pros.</i> formé de deux vers.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[στίχος]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστῐχος Medium diacritics: δίστιχος Low diacritics: δίστιχος Capitals: ΔΙΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: dístichos Transliteration B: distichos Transliteration C: distichos Beta Code: di/stixos

English (LSJ)

ον,

   A with two rows, κριθαί Placit.5.10.2.    2 of two verses, ἐπίγραμμα AP9.369 (Cyrill.); δίστιχον, τό, distich, AP 6.329 (Leon.); 'a couple of lines', of a brief letter, FGiss.20.23 (ii A. D.).    3 doubly woven, μαφόρια PMasp.6ii80 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 643] von zwei Zeilen; κριθαί, zweizeilige Gerste, Plut. plac. phil. 5, 10; von zwei Versen, ἐπίγραμμα Cyrill. 1 (IX, 369). Dah. τὸ δίστιχον, ein Hexameter u. ein Pentameter, Leon. Al. 21 (VI, 329) u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

δίστῐχος: -ον, ἔχων δύο σειρὰς ἢ γραμμάς, κριθαὶ Πλούτ. 2. 906Β. 2) ὁ ἐκ δύο στίχων συνιστάμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 9. 369· δίστιχον, τό, Ἀνθ. Π. 6. 329· ― ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
disposé sur deux rangs ; t. de pros. formé de deux vers.
Étymologie: δίς, στίχος.