πολυέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυέλικτος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἑλικτός]], [[ἔντερον]] Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122. | |lstext='''πολυέλικτος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἑλικτός]], [[ἔντερον]] Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.
German (Pape)
[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.