πλαγιόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰγιόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2. | |lstext='''πλᾰγιόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει καρπό στα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>καρπος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>καρπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having fruit at the sides, Thphr. HP1.14.2,3.18.12.
German (Pape)
[Seite 623] mit Früchten auf den Seiten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ολιγό-καρπος)].