κοπρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6_17)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπρόστομος''': -ον, ἔχων βρωμερὸν [[στόμα]], ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.
|lstext='''κοπρόστομος''': -ον, ἔχων βρωμερὸν [[στόμα]], ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοπρόστομος]], -ον)<br />[[βωμολόχος]], [[βρομόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[κοπρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βρομό</i>-<i>στομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1483] mit unreinem, unfläthigem Munde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρόστομος: -ον, ἔχων βρωμερὸν στόμα, ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοπρόστομος, -ον)
βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό-στομος, χρυσό-στομος].