κακανέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακανέω''': παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, [[ἔνθα]] ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]]: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.
|lstext='''κακανέω''': παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, [[ἔνθα]] ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]]: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aiguiser, <i>fig.</i> exciter, animer.<br />'''Étymologie:''' mot lacéd. p.-ê. p. κατακονάω de [[κατά]], [[ἀκονάω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1298] bei Plut. Lac. apophth. p. 244 sagt ein Lacedämonier von Tyrtäus ἀγαθὸς κακανεῖν νέων ψυχάς, soll wahrscheinlich κατακονᾶν heißen, aufzuregen, zu ermuthigen. Vgl. κακκανῆν.

Greek (Liddell-Scott)

κακανέω: παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, ἔνθα ἡ πιθανὴ γραφὴ εἶναι: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aiguiser, fig. exciter, animer.
Étymologie: mot lacéd. p.-ê. p. κατακονάω de κατά, ἀκονάω.