ἀνασκαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
(6_6)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκᾰλεύω''': ἐκ νέου [[σκαλίζω]], «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀποκαλύπτω]], Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.
|lstext='''ἀνασκᾰλεύω''': ἐκ νέου [[σκαλίζω]], «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀποκαλύπτω]], Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνασκᾰλεύω) <b class="num">I</b> [[rascar]], [[raspar]] Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D<br /><b class="num">•</b>v. med. [[restregarse]] las orejas, Pl.Com.64B.<br /><b class="num">II</b> usos fig.<br /><b class="num">1</b> [[agitar]], [[excitar]] ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.<i>Ep.Paulin</i>.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.<br /><b class="num">2</b> [[arrasar]] τὴν ὅλην οἰκουμένην <i>PMag</i>.4.186.<br /><b class="num">3</b> [[descubrir]], [[desvelar]] ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.
}}
}}

Revision as of 11:55, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκᾰλεύω Medium diacritics: ἀνασκαλεύω Low diacritics: ανασκαλεύω Capitals: ΑΝΑΣΚΑΛΕΥΩ
Transliteration A: anaskaleúō Transliteration B: anaskaleuō Transliteration C: anaskaleyo Beta Code: a)naskaleu/w

English (LSJ)

   A scrape up, Hsch., Zen.1.27:—Med., clean out the ears, Pl.Com.148.    II metaph., ransack, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Par.1.186.

German (Pape)

[Seite 207] aufscharren, hervorsuchen, ausforschen. Sp., B. A. 392 ἀνακινέω, ἀναλογίζομαι. Bei Poll. 2, 83 in Plat. com. von Mein. für ἀνασκἀλλεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκᾰλεύω: ἐκ νέου σκαλίζω, «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.

Spanish (DGE)

(ἀνασκᾰλεύω) I rascar, raspar Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27
fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D
v. med. restregarse las orejas, Pl.Com.64B.
II usos fig.
1 agitar, excitar ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.Ep.Paulin.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.
2 arrasar τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.4.186.
3 descubrir, desvelar ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.