Τυφώς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τῡφώς''': -ῶ, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ Τῠφωεύς, ὃ ἰδέ. ΙΙ. ὡς προσηγορ. τῡφώς. γεν. τυφῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Ἱκέτ. 560, δοτ. τυφῷ Ἀριστοφ. Λυσ. 974 (ἀλλὰ μεταγενεστ. ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τυφῶν, ῶνος, ἴδε ἐν λέξ. ΙΙ)· - [[μανιώδης]] ἀνεμοστρόβιλος ὁρμῶν ἀπὸ τῆς γῆς [[μετὰ]] δίνης κονιορτοῦ, [[θύελλα]], [[ἴσως]] [[ἐπειδὴ]] ἐνομίζετο ὡς [[ἔργον]] τοῦ Τυφωέως, Ἀλκαῖ. 65, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀντ. 418.
|lstext='''Τῡφώς''': -ῶ, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ Τῠφωεύς, ὃ ἰδέ. ΙΙ. ὡς προσηγορ. τῡφώς. γεν. τυφῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Ἱκέτ. 560, δοτ. τυφῷ Ἀριστοφ. Λυσ. 974 (ἀλλὰ μεταγενεστ. ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τυφῶν, ῶνος, ἴδε ἐν λέξ. ΙΙ)· - [[μανιώδης]] ἀνεμοστρόβιλος ὁρμῶν ἀπὸ τῆς γῆς [[μετὰ]] δίνης κονιορτοῦ, [[θύελλα]], [[ἴσως]] [[ἐπειδὴ]] ἐνομίζετο ὡς [[ἔργον]] τοῦ Τυφωέως, Ἀλκαῖ. 65, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀντ. 418.
}}
{{bailly
|btext=ῶ (ὁ) :<br /><i>acc.</i> Τυφῶ;<br /><i>c.</i> [[Τυφῶν]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῡφώς Medium diacritics: Τυφώς Low diacritics: Τυφώς Capitals: ΤΥΦΩΣ
Transliteration A: Typhṓs Transliteration B: Typhōs Transliteration C: Tyfos Beta Code: *tufw/s

English (LSJ)

ῶ, ὁ,

   A = Τῠφωεύς (q.v.).    II as Appellat. τῡφώς, gen. τυφῶ A.Ag.656; dat. τυφῷ Ar.Lys.974 (anap.) (but later writers used the form τυφῶν, ῶνος, v. Τυφῶν 11.1):—whirlwind, typhoon, ll. cc., S.Ant.418.

Greek (Liddell-Scott)

Τῡφώς: -ῶ, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ Τῠφωεύς, ὃ ἰδέ. ΙΙ. ὡς προσηγορ. τῡφώς. γεν. τυφῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Ἱκέτ. 560, δοτ. τυφῷ Ἀριστοφ. Λυσ. 974 (ἀλλὰ μεταγενεστ. ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τυφῶν, ῶνος, ἴδε ἐν λέξ. ΙΙ)· - μανιώδης ἀνεμοστρόβιλος ὁρμῶν ἀπὸ τῆς γῆς μετὰ δίνης κονιορτοῦ, θύελλα, ἴσως ἐπειδὴ ἐνομίζετο ὡς ἔργον τοῦ Τυφωέως, Ἀλκαῖ. 65, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀντ. 418.

French (Bailly abrégé)

ῶ (ὁ) :
acc. Τυφῶ;
c. Τυφῶν.