ἀντακολουθέω: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντᾰκολουθέω''': τὰς δ’ ἀρετάς φασιν ἀντακολουθεῖν ἀλλήλαις, ὅτι ἀκολουθοῦσιν ἡ μία τὴν [[ἄλλην]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχῳ 2.104Ε, πρβλ. Διογ. Λ. 7 125. | |lstext='''ἀντᾰκολουθέω''': τὰς δ’ ἀρετάς φασιν ἀντακολουθεῖν ἀλλήλαις, ὅτι ἀκολουθοῦσιν ἡ μία τὴν [[ἄλλην]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχῳ 2.104Ε, πρβλ. Διογ. Λ. 7 125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />suivre à son tour, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀκολουθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be reciprocally implied, of the virtues, Chrysipp.Stoic.3.72, cf. S.E.P.1.68 (abs.); ἀ. ἀλλήλαις αἱ εὐφύειαι Anon. in Tht.11.16; οὐδὲ ἀ. ἀλλήλαις [ἀκμὴ καὶ λαμπρότης] Hermog.Id.1.10, cf. Them. in Ph.150.29.
German (Pape)
[Seite 243] dagegen, gegenseitig folgen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰκολουθέω: τὰς δ’ ἀρετάς φασιν ἀντακολουθεῖν ἀλλήλαις, ὅτι ἀκολουθοῦσιν ἡ μία τὴν ἄλλην, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχῳ 2.104Ε, πρβλ. Διογ. Λ. 7 125.