εὐγενίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
(6_23)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγενίζω''': καθιστῶ τι εὐγενές, [[ἐξευγενίζω]], πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.
|lstext='''εὐγενίζω''': καθιστῶ τι εὐγενές, [[ἐξευγενίζω]], πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐγενίζω]]) [[ευγενής]]<br />[[καθιστώ]] ευγενές [[κάτι]], [[εξευγενίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ.) <i>εὐγενισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>1.</b> (για [[καταγωγή]]) [[ευγενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[ανατροφή]], καλούς τρόπους.
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγενίζω Medium diacritics: εὐγενίζω Low diacritics: ευγενίζω Capitals: ΕΥΓΕΝΙΖΩ
Transliteration A: eugenízō Transliteration B: eugenizō Transliteration C: evgenizo Beta Code: eu)geni/zw

English (LSJ)

   A ennoble, πόλιν Philem.180, cf. Lib.Eth.17.4.

German (Pape)

[Seite 1059] edel machen, adeln, τὴν πόλιν εὐγενίζεις Philem. fr. inc. 89.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενίζω: καθιστῶ τι εὐγενές, ἐξευγενίζω, πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐγενίζω) ευγενής
καθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζω
μσν.
(η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, -η, -ον
1. (για καταγωγή) ευγενικός
2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους.