ἑλικοειδής: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]]. | |lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. εἱλικ-, ές,
A of winding or spiral form, [σαυνία] D.S.5.30; γραμμή Plu.Num.13; of planetary orbits, Cleom.1.4; ἔντερον Aret.SD2.3; τόποι S.E.P.1.126; σελήνη D.L.7.144. Adv. -δῶς Cleom.1.4, Dsc.2.165, Olymp. in Mete.13.9.
German (Pape)
[Seite 797] ές, wie gewunden, gedreht; γραμμή Plut. Num. 13; a. Sp. – Adv., D. L. 10, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικοειδής: ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων σχῆμα ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· ἔντερον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. ἀλλοειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.
Étymologie: ἕλιξ, εἶδος.