ὑδατόεις: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδᾰτόεις''': όεσσα, όεν ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὑδατώδης]], Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ [[ὕδωρ]], [[λεπτός]], καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. [[ὑδάτινος]] ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις]. | |lstext='''ὑδᾰτόεις''': όεσσα, όεν ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὑδατώδης]], Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ [[ὕδωρ]], [[λεπτός]], καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. [[ὑδάτινος]] ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> aqueux, rempli d’eau;<br /><b>2</b> qui ressemble à de l’eau, transparent comme l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A watery, AP9.327 (Hermocr.), D.P.782, Nonn.D.11.47, 23.281, 39.373, al. II transparent as water, thin, fine, καλύπτρα AP6.270 (Nic.); cf. ὑδάτινος 11. [ῡ in dactylic verses.]
German (Pape)
[Seite 1172] εσσα, εν, wässerig, wasserartig, durchsichtig, dünn wie Wasser; καλύπτρα, Nic. 3 (VI, 270); δόμος, Hermocreo 1 (IX, 327); ἴασπις, D. Per. 782; κόρη Διός, Ep. ad. 194 (App. 323), von einer Najade gesagt.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ὕδωρ) ὡς τὸ ὑδατώδης, Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, λεπτός, καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 aqueux, rempli d’eau;
2 qui ressemble à de l’eau, transparent comme l’eau.
Étymologie: ὕδωρ.