ἀνιύζω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_2)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνῑύζω''': [[κραυγάζω]] ἰσχυρῶς, φωνάζω ἀγρίως καὶ μεγαλοφώνως, Κόϊντ. Σμ. 11. 177.
|lstext='''ἀνῑύζω''': [[κραυγάζω]] ἰσχυρῶς, φωνάζω ἀγρίως καὶ μεγαλοφώνως, Κόϊντ. Σμ. 11. 177.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνιύζω]] (Α) [[ιύζω]]<br />[[γρυλλίζω]] [[δυνατά]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 239] aufschreien, Qu. Sm. 11, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῑύζω: κραυγάζω ἰσχυρῶς, φωνάζω ἀγρίως καὶ μεγαλοφώνως, Κόϊντ. Σμ. 11. 177.

Greek Monolingual

ἀνιύζω (Α) ιύζω
γρυλλίζω δυνατά.