συγκεντέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκεντέω''': κεντῶ [[ὁμοῦ]], διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. [[συνακοντίζω]]. | |lstext='''συγκεντέω''': κεντῶ [[ὁμοῦ]], διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. [[συνακοντίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />piquer <i>ou</i> percer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεντέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A pierce together, stab at once, Hdt.3.77, Plb.4.22.11, LXX 2 Ma.12.23:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.6.29; cf. συνακοντίζω.
German (Pape)
[Seite 967] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεντέω: κεντῶ ὁμοῦ, διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. συνακοντίζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
piquer ou percer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, κεντέω.