ἀντιδέρκομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιδέρκομαι''': ἀποθ., [[ἀντιβλέπω]], μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· [[μετὰ]] δοτ., [[διάφορος]] γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14. | |lstext='''ἀντιδέρκομαι''': ἀποθ., [[ἀντιβλέπω]], μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· [[μετὰ]] δοτ., [[διάφορος]] γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[mirar frente a frente]] δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.<i>HF</i> 163. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.
Spanish (DGE)
mirar frente a frente δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.HF 163.