ἀμφορεαφόρος: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφορεᾱφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ. | |lstext='''ἀμφορεᾱφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ [[portador de ánforas]] Eup.187, Ar.<i>Fr</i>.741D, Men.<i>Fr</i>.364, Sud. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.
German (Pape)
[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.
Spanish (DGE)
(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ portador de ánforas Eup.187, Ar.Fr.741D, Men.Fr.364, Sud.