δουλοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δουλοσύνη''': ἡ [[δουλεία]], Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[δουλεία]] [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει. | |lstext='''δουλοσύνη''': ἡ [[δουλεία]], Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[δουλεία]] [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />servitude.<br />'''Étymologie:''' [[δοῦλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, Knechtschaft; Homer einmal, Odyss. 22, 423, vgl s. v. Δούλη; – Pind. P 12, 15; Aesch. Spt. 112; Eur. Phoen. 200; öfter bei Her., z. B. 1, 129; nach Poll. 3, 75 ionisch.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοσύνη: ἡ δουλεία, Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ δουλεία εἶναι ὁ τύπος ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servitude.
Étymologie: δοῦλος.