μιξολύδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξολύδιος''': [ῡ], -ον, ἐπὶ τῆς διαλέκτου τῶν Μυσῶν, μεμιγμένη [[μετὰ]] λυδικῶν λέξεων, μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον· μιξολύδιον γάρ πως [[εἶναι]] καὶ μιξοφρύγιον Στράβ. 572, πρβλ. Ξανθ. Ἀποσπ. 8· ἐξυπ. [[ἁρμονία]], καὶ ἡ [[μιξολύδιος]] παθητική τίς ἐστι τραγῳδίαις ἁρμόζουσα Πλούτ. 2, 936C: - μιξολῡδιστί, ἐπίρρ. κατὰ τὴν μικτὴν Λυδίαν ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 398Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22· ἴδε Chapell Ἱστ. τῆς Μουσικῆς, σ. 112.
|lstext='''μιξολύδιος''': [ῡ], -ον, ἐπὶ τῆς διαλέκτου τῶν Μυσῶν, μεμιγμένη [[μετὰ]] λυδικῶν λέξεων, μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον· μιξολύδιον γάρ πως [[εἶναι]] καὶ μιξοφρύγιον Στράβ. 572, πρβλ. Ξανθ. Ἀποσπ. 8· ἐξυπ. [[ἁρμονία]], καὶ ἡ [[μιξολύδιος]] παθητική τίς ἐστι τραγῳδίαις ἁρμόζουσα Πλούτ. 2, 936C: - μιξολῡδιστί, ἐπίρρ. κατὰ τὴν μικτὴν Λυδίαν ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 398Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22· ἴδε Chapell Ἱστ. τῆς Μουσικῆς, σ. 112.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié lydien.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Λυδία]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξολύδιος Medium diacritics: μιξολύδιος Low diacritics: μιξολύδιος Capitals: ΜΙΞΟΛΥΔΙΟΣ
Transliteration A: mixolýdios Transliteration B: mixolydios Transliteration C: miksolydios Beta Code: micolu/dios

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A half-Lydian, of the Mysian dialect, μιξολύδιον . . πως καὶ μιξοφρύγιον Xanth.8.    II in Music, mixolydian, τόνος Aristox.Harm.2p.37M., Bacch.Harm.46; ἁρμονία Plu.2.1136c; εἶδος τοῦ διὰ πασῶν Cleonid. 9.

German (Pape)

[Seite 189] halb lydisch, eine Tonart; Strab. XII, 572; Music.

Greek (Liddell-Scott)

μιξολύδιος: [ῡ], -ον, ἐπὶ τῆς διαλέκτου τῶν Μυσῶν, μεμιγμένη μετὰ λυδικῶν λέξεων, μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον· μιξολύδιον γάρ πως εἶναι καὶ μιξοφρύγιον Στράβ. 572, πρβλ. Ξανθ. Ἀποσπ. 8· ἐξυπ. ἁρμονία, καὶ ἡ μιξολύδιος παθητική τίς ἐστι τραγῳδίαις ἁρμόζουσα Πλούτ. 2, 936C: - μιξολῡδιστί, ἐπίρρ. κατὰ τὴν μικτὴν Λυδίαν ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 398Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22· ἴδε Chapell Ἱστ. τῆς Μουσικῆς, σ. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié lydien.
Étymologie: μίγνυμι, Λυδία.