προώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_15) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων [[προωνύμιον]], Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7. | |lstext='''προώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων [[προωνύμιον]], Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει [[προωνύμιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A called by a name previously, Nonn.D.17.397.
German (Pape)
[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].