συγκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_19)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[κλέπτης]]<br />[[συνεργός]] σε [[κλοπή]], [[σύντροφος]] κλέφτη.
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτης Medium diacritics: συγκλέπτης Low diacritics: συγκλέπτης Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: synkléptēs Transliteration B: synkleptēs Transliteration C: sygkleptis Beta Code: sugkle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-thief, Poll.6.158.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, Mitdieb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.