ὑποπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.
|lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.
}}
{{bailly
|btext=aller à la dérobée sous, se glisser sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πορεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπορεύομαι Medium diacritics: ὑποπορεύομαι Low diacritics: υποπορεύομαι Capitals: ΥΠΟΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoporeúomai Transliteration B: hypoporeuomai Transliteration C: ypoporeyomai Beta Code: u(poporeu/omai

English (LSJ)

   A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.

German (Pape)

[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.

French (Bailly abrégé)

aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.