προσελλείπω: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσελλείπω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]], δηλ. μείνας [[ὀπίσω]] καθ’ ὁλόκληρον τὸ [[μῆκος]] τοῦ δρόμου, ἐπὶ [[λίαν]] νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b. | |lstext='''προσελλείπω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]], δηλ. μείνας [[ὀπίσω]] καθ’ ὁλόκληρον τὸ [[μῆκος]] τοῦ δρόμου, ἐπὶ [[λίαν]] νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 (Aegina).
German (Pape)
[Seite 759] noch dazu, daran fehlen lassen; στάδιον σταδίῳ, ein Stadion am Stadion fehlen lassen, Lucill. 16, 5 (XI, 85); τὰ προσελλείποντα, das noch daran Fehlende, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσελλείπω: μένω ὀπίσω ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον, δηλ. μείνας ὀπίσω καθ’ ὁλόκληρον τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐπὶ λίαν νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire qu’il y ait manque;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: πρός, ἐλλείπω.