φύξιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύξιος''': -ον, ὁ τῆς φυγῆς, [[φύξιον]] οἶτον, «[[φύξιος]] δὲ [[οἶτος]] [[ἐνταῦθα]] ὁ [[θάνατος]], δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ [[Διός]], Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.
|lstext='''φύξιος''': -ον, ὁ τῆς φυγῆς, [[φύξιον]] οἶτον, «[[φύξιος]] δὲ [[οἶτος]] [[ἐνταῦθα]] ὁ [[θάνατος]], δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ [[Διός]], Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la fuite ; τὸ [[φύξιον]] lieu d’asile <i>ou</i> de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξιος Medium diacritics: φύξιος Low diacritics: φύξιος Capitals: ΦΥΞΙΟΣ
Transliteration A: phýxios Transliteration B: phyxios Transliteration C: fyksios Beta Code: fu/cios

English (LSJ)

ον,

   A of banishment, οἶτος A.R.4.699.    2 putting to flight, epith. of Zeus, Apollod.1.9.1, cf. Lyc.288, Paus.2.21.2, Supp.Epigr.7.894.9 (Gerasa, i A. D.); of Apollo, Philostr.Her.10.4, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus.

Greek (Liddell-Scott)

φύξιος: -ον, ὁ τῆς φυγῆς, φύξιον οἶτον, «φύξιος δὲ οἶτος ἐνταῦθαθάνατος, δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la fuite ; τὸ φύξιον lieu d’asile ou de refuge.
Étymologie: φεύγω.