πολύμιτος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύμῐτος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική. | |lstext='''πολύμῐτος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μίτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of many threads, Cratin.436; τὰ π. damask stuffs, in which several threads were taken for the woof in order to weave in patterns, Plin.HN8.196; πέπλοι π. damask robes, A.Supp.432 (lyr.); προσκεφάλαια Sammelb. 7033.37 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 666] vielfädig, πέπλοι, Aesch. Suppl. 427, buntgewebte ägyptische Kleider; denn τὰ πολύμιτα sind Zeuge, bei denen zum Einschlag mehrere Fäden genommen wurden, um Blumen u. andere Figuren einzuweben, wie bei Damast; das lat. polymita und plumatica.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμῐτος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.
Étymologie: πολύς, μίτος.