κόννος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόννος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ [[γενειάς]], Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = [[σκόλλυς]], Ἡσύχ.· καὶ κοννο-[[φόρος]], ον, = [[σκολλυφόρος]], ὁ αὐτ.
|lstext='''κόννος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ [[γενειάς]], Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = [[σκόλλυς]], Ἡσύχ.· καὶ κοννο-[[φόρος]], ον, = [[σκολλυφόρος]], ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />barbe au menton.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννος Medium diacritics: κόννος Low diacritics: κόννος Capitals: ΚΟΝΝΟΣ
Transliteration A: kónnos Transliteration B: konnos Transliteration C: konnos Beta Code: ko/nnos

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος).    2 beard, Luc.Lex.5.    3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.