ῥιφή: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_9) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῐφή''': ἡ, = [[ῥῖμμα]] καὶ [[ῥῖψις]], Λυκόφρ. 235, 1326. | |lstext='''ῥῐφή''': ἡ, = [[ῥῖμμα]] καὶ [[ῥῖψις]], Λυκόφρ. 235, 1326. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ρίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ῥιπή]] σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρρίφ</i>-<i>ην</i> του [[ῥίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,= ῥῖμμα and ῥῖψις, Lyc.235,1326.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ, = ῥίμμα u. ῥῖψις, Lycophr. 235. 1326 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῐφή: ἡ, = ῥῖμμα καὶ ῥῖψις, Λυκόφρ. 235, 1326.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥιπή σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορ. β' ἐ-ρρίφ-ην του ῥίπτω.