κάγκαμον: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_21) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]]. | |lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάγκαμον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αραβικού κόμμεως, γόμας, κολλητικής ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που συνδέεται με αραβ. <i>kamk</i><i>ā</i><i>m</i>. Ο τ. [[κάγκαμον]] μαρτυρείται στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>cancamum</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A Bissa Bol, Balsamodendron Katuf, an Arabian gum, Dsc.1.24, Plin.HN12.98:—also κάγκαλον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1278] τό, ein orient. Baumharz, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάγκαμον: τό, Ἀραβικόν τι κόμμι ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «κάγκαμον, παρ’ Ἰνδοῖς ξύλον δάκρυον καὶ θυμίαμα.
Greek Monolingual
κάγκαμον, τὸ (Α)
είδος αραβικού κόμμεως, γόμας, κολλητικής ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που συνδέεται με αραβ. kamkām. Ο τ. κάγκαμον μαρτυρείται στη λατ. με τη μορφή cancamum].