σκοπιωρός: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοπιωρός''': ὁ, (ὤρα) [[φύλαξ]], [[σκοπός]], Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17. | |lstext='''σκοπιωρός''': ὁ, (ὤρα) [[φύλαξ]], [[σκοπός]], Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]] που αποστέλλεται στην [[ξηρά]] για [[ανίχνευση]] χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που [[είναι]] [[αθέατος]] από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] που εκτελεί [[υπηρεσία]] σε σταθμό σηματοδοσίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπιά]], [[κατά]] το [[πυλωρός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A watcher, ibid., restd. in Alciphr.1.17.
German (Pape)
[Seite 903] der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκοπιωρός: ὁ, (ὤρα) φύλαξ, σκοπός, Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός].