πελίδνωμα: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_21) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελίδνωμα''': τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια. | |lstext='''πελίδνωμα''': τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[πελιδνούμαι]]<br />[[μελάνιασμα]], [[μελανάδα]] ή [[ωχρότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A livid spot, Sch. Theoc. 5.99, Suid. s.v. ὑπώπια.
German (Pape)
[Seite 551] τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελίδνωμα: τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πελιδνούμαι
μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα.