παρεισπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεισπίπτω''': [[εἰσέρχομαι]] πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ. | |lstext='''παρεισπίπτω''': [[εἰσέρχομαι]] πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tomber à l’improviste <i>ou</i> furtivement sur.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἰσπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A get in by the side, steal in, Thphr.CP5.16.1, Luc.Jud.Voc. 11, etc.; -πεσόντες ἔλαθον D.H.7.11; esp. in war, εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Plb.1.18.3, cf. D.S.20.44, Str.14.1.38, Plu.Sert.3. II fall in the way of, Id.Luc. 17.
German (Pape)
[Seite 512] (s. πίπτω), daneben od. heimlich einfallen, sich heimlich hinein- od. hinzuschleichen; τῶν παρεισάγεσθαι καὶ παρεισπίπτειν εἰωθότων εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Pol. 1, 18, 3, u. öfter; Plut. Demetr. 7 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισπίπτω: εἰσέρχομαι πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· μάλιστα ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
tomber à l’improviste ou furtivement sur.
Étymologie: παρά, εἰσπίπτω.