κυπτάζω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυπτάζω''': μέλλ. -άσω, θαμιστικ. τοῦ [[κύπτω]], ἐξακολουθῶ νὰ [[κύπτω]], [[κύπτω]] καὶ [[περιεργάζομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐκ τοῦ πλησίον, ἐρευνῶ, «κυττάζω» Σώφρων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17˙ [[περί]] τινα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 509˙ εἰώθασι [[μάλιστα]] περὶ τὰς σκηνὰς... κλέπται κ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 731˙ περὶ τὸν τεθνεῶτα Πλάτ. Πολ. 469D˙ ἀπολ., κυπτάζοντα ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 137Β. | |lstext='''κυπτάζω''': μέλλ. -άσω, θαμιστικ. τοῦ [[κύπτω]], ἐξακολουθῶ νὰ [[κύπτω]], [[κύπτω]] καὶ [[περιεργάζομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐκ τοῦ πλησίον, ἐρευνῶ, «κυττάζω» Σώφρων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17˙ [[περί]] τινα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 509˙ εἰώθασι [[μάλιστα]] περὶ τὰς σκηνὰς... κλέπται κ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 731˙ περὶ τὸν τεθνεῶτα Πλάτ. Πολ. 469D˙ ἀπολ., κυπτάζοντα ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 137Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se baisser souvent et longtemps comme pour chercher qch ; s’arrêter, être penché sur ; être occupé attentivement à, donner son attention et ses soins à, être aux aguets, <i>avec</i> [[περί]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
Frequentat. of κύπτω,
A keep stooping, go poking about, potter about a thing, ἀμφ' ἄλητα Sophr.39; περί τινα Ar.Lys.17; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; Id.Nu.509; εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς . . κλέπται κ. Id.Pax731; περὶ τὸν τεθνεῶτα Pl.R.469d: abs., κυπτάζοντα ζῆν Id.Amat.137b. 2 abs., cower, D.C.49.30, 63.28. II = κύπτω 5, Phlp. in Ph.329.14.
German (Pape)
[Seite 1534] frequentat. von κύπτω, sich oft bücken, ducken, bes. mit vorgestreckem Kopfe neugierig, angelegentlich auf Etwas hinsehen; auch mit Vorsicht an Etwas gehen, zaudern, zögern; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; was hast du an der Thüre da zu lauern? Ar. Nubb. 509; ὡς εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν, wie die Diebe zu lauern pflegen, Pax 715; περὶ τὸν ἄνδρ' ἐκύπτασεν Lysistr. 17, mit obscöner Nebenbdtg; ὅταν περὶ τὸν τεθνεῶτα κυπτάζωσι, wenn sie sich mit dem Todten beschäftigen, Plat. Rep. V, 469 d; vgl. Plut. ὅπως μὴ κυπτάζοντες περὶ τὰ σκῦλα μάχης ἀμελῶσι, Lacon. apophth. p. 226; VLL. erkl. διατρίβειν, στραγγεύεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
κυπτάζω: μέλλ. -άσω, θαμιστικ. τοῦ κύπτω, ἐξακολουθῶ νὰ κύπτω, κύπτω καὶ περιεργάζομαι, ἐξετάζω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐρευνῶ, «κυττάζω» Σώφρων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17˙ περί τινα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 509˙ εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς... κλέπται κ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 731˙ περὶ τὸν τεθνεῶτα Πλάτ. Πολ. 469D˙ ἀπολ., κυπτάζοντα ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 137Β.
French (Bailly abrégé)
se baisser souvent et longtemps comme pour chercher qch ; s’arrêter, être penché sur ; être occupé attentivement à, donner son attention et ses soins à, être aux aguets, avec περί et l’acc..
Étymologie: κύπτω.