κυπτάζω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Frequentat. of κύπτω,
A keep stooping, go poking about, potter about a thing, ἀμφ' ἄλητα Sophr.39; περί τινα Ar.Lys.17; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; Id.Nu.509; εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς… κλέπται κ. Id.Pax731; περὶ τὸν τεθνεῶτα Pl.R. 469d: abs., κυπτάζοντα ζῆν Id.Amat.137b.
2 abs., cower, D.C.49.30, 63.28.
II = κύπτω 5, Phlp. in Ph.329.14.
German (Pape)
[Seite 1534] frequentat. von κύπτω, sich oft bücken, ducken, bes. mit vorgestreckem Kopfe neugierig, angelegentlich auf Etwas hinsehen; auch mit Vorsicht an Etwas gehen, zaudern, zögern; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; was hast du an der Thüre da zu lauern? Ar. Nubb. 509; ὡς εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν, wie die Diebe zu lauern pflegen, Pax 715; περὶ τὸν ἄνδρ' ἐκύπτασεν Lysistr. 17, mit obscöner Nebenbdtg; ὅταν περὶ τὸν τεθνεῶτα κυπτάζωσι, wenn sie sich mit dem Todten beschäftigen, Plat. Rep. V, 469 d; vgl. Plut. ὅπως μὴ κυπτάζοντες περὶ τὰ σκῦλα μάχης ἀμελῶσι, Lacon. apophth. p. 226; VLL. erkl. διατρίβειν, στραγγεύεσθαι.
French (Bailly abrégé)
se baisser souvent et longtemps comme pour chercher qch ; s'arrêter, être penché sur ; être occupé attentivement à, donner son attention et ses soins à, être aux aguets, avec περί et l'acc..
Étymologie: κύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυπτάζω [κύπτω] iter. van κύπτω, rondhangen, rondsnuffelen, loeren:; περὶ τὸν ἄνδρ’ ἐκύπτασεν zij was in de weer met haar man Aristoph. Lys. 17; περὶ τὰς σκηνὰς κυπτάζειν rondhangen bij de theaters Aristoph. Pax 731; abs.: πολυπραγμονοῦντα κυπτάζοντα ζῆν het leven doorbrengen met bemoeizuchtig rondsnuffelen Plat. Amat. 137b.
Russian (Dvoretsky)
κυπτάζω: [frequ. к κύπτω
1 ходить вокруг, бродить, околачиваться (περὶ τὴν θύραν Arph.);
2 суетиться, хлопотать (περὶ τὸν τεθνεῶτα Plat.).
Greek Monolingual
(AM κυπτάζω)
σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μαζεύομαι, ζαρώνω
2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
κυπτάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του κύπτω, εξακολουθώ να σκύβω, σκύβω και περιεργάζομαι, εξετάζω από κοντά, ερευνώ κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κυπτάζω: μέλλ. -άσω, θαμιστικ. τοῦ κύπτω, ἐξακολουθῶ νὰ κύπτω, κύπτω καὶ περιεργάζομαι, ἐξετάζω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐρευνῶ, «κυττάζω» Σώφρων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17· περί τινα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 509· εἰώθασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς... κλέπται κ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 731· περὶ τὸν τεθνεῶτα Πλάτ. Πολ. 469D· ἀπολ., κυπτάζοντα ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 137Β.
Middle Liddell
κυπτάζω, fut. -άσω [Frequent. of κύπτω
to keep stooping, to go poking about, potter about a thing, Ar., Plat.