οὔτι: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔτι''': που, ἢ [[κάλλιον]] οὐ τί που, [[οὔτι]] που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]], «[[οὐδαμῶς]] οὗτός ἐστιν ὁ [[Ἀπόλλων]]» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ [[δήπου]], οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] οὔτιπου, ὡς μία [[λέξις]]. | |lstext='''οὔτι''': που, ἢ [[κάλλιον]] οὐ τί που, [[οὔτι]] που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]], «[[οὐδαμῶς]] οὗτός ἐστιν ὁ [[Ἀπόλλων]]» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ [[δήπου]], οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] οὔτιπου, ὡς μία [[λέξις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>neutre de</i> [[οὔτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 421] gen. οὔτινος, Niemand, Keiner, Nichts; Hom. u. Hes. oft; gew. substantivisch, allein, u. c. gen., οὔτις, οὔτε θεῶν οὔτε ἀνθρώπων, Il. 3, 365, öfter; auch plur. οὔτινες, Od. 6, 279; ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός, Aesch. Prom. 50; Folgde; auch adjectivisch, μέμψιν οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων 443, ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν Pers. 406, öfter, u. Folgde; das neutr. οὔτι oft adverbialisch, gar nicht, durchaus nicht, keinesweges, οὔτι κάκιστος, Il. 16, 570, auch getrennt, οὐ γάρ τι, u. ähnliche mehr; οὔτι μέλλων, Aesch. Ag. 281, öfter; οὔτι τοῦτο θαῦμ' ἐμοί, Soph. Phil. 408; ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς οὔτι διαπράξεσθαι ὃ ἐβουλήθήσαν, Plat. Prot. 317 a; οὔτι μὲν δή, doch nicht, Theaet. 186 e u. sonst; aber das masc. selten in Prosa, Ath. III, 148 f. – Ἡ οὔτις, ιδος, ein Schluß der Stoiker, D. L. 7, 44. 82. neutr. von οὔτις, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
οὔτι: που, ἢ κάλλιον οὐ τί που, οὔτι που οὗτος Ἀπόλλων, «οὐδαμῶς οὗτός ἐστιν ὁ Ἀπόλλων» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ δήπου, οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε οὔτιπου, ὡς μία λέξις.
French (Bailly abrégé)
neutre de οὔτις.