χλόος: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλόος''': συνῃρ. [[χλοῦς]], ὁ, [[χρῶμα]] πρασινοκίτρινον ἢ ὑποπράσινον, [[χλωρίασις]], [[ὠχρότης]], πολέεσσι δ’ ἐπὶ [[χλόος]] εἷλε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1216˙ ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον Γ. 298, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, 592. | |lstext='''χλόος''': συνῃρ. [[χλοῦς]], ὁ, [[χρῶμα]] πρασινοκίτρινον ἢ ὑποπράσινον, [[χλωρίασις]], [[ὠχρότης]], πολέεσσι δ’ ἐπὶ [[χλόος]] εἷλε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1216˙ ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον Γ. 298, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, 592. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όου (ὁ) :<br />couleur d’un vert tendre <i>ou</i> jaunâtre.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A greenish-yellow or light green colour: hence, pallor, χ. εἷλε παρειάς A. R.2.1216, cf. 3.298, Nic.Al.570, 579; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χ. Call.Aet.3.1.12; contr. χλοῦς Hp. ap. Gal.19.155.
German (Pape)
[Seite 1359] ὁ, zsgzgn χλοῦς, die grüngelbe od. hellgrüne Farbe, Theophr.; übh. = χλόη, Ap. Rh. 3, 297. 4, 1279; Nic. Al. 583. 592.
Greek (Liddell-Scott)
χλόος: συνῃρ. χλοῦς, ὁ, χρῶμα πρασινοκίτρινον ἢ ὑποπράσινον, χλωρίασις, ὠχρότης, πολέεσσι δ’ ἐπὶ χλόος εἷλε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1216˙ ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον Γ. 298, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, 592.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
couleur d’un vert tendre ou jaunâtre.
Étymologie: χλόη.