Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβλητος''': -ον, ἐρριμμένος ἔξω, ἔκβλητον, ἢ [[πέσημα]] φοινίου [[δορός]]; «ἐκβεβλημένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἢ [[πτῶμα]] ὑπὸ δορὸς φονικοῦ;» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 700. ΙΙ. [[ἀπόβλητος]], [[ἀπορρίψιμος]], νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Ἡράκλ. παρὰ Στράβ. 784, Πλούτ. 2. 669Α [[βρέφος]] ἔκβλητον, ἔκθετον, Εὐστ. 384, 25.
|lstext='''ἔκβλητος''': -ον, ἐρριμμένος ἔξω, ἔκβλητον, ἢ [[πέσημα]] φοινίου [[δορός]]; «ἐκβεβλημένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἢ [[πτῶμα]] ὑπὸ δορὸς φονικοῦ;» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 700. ΙΙ. [[ἀπόβλητος]], [[ἀπορρίψιμος]], νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Ἡράκλ. παρὰ Στράβ. 784, Πλούτ. 2. 669Α [[βρέφος]] ἔκβλητον, ἔκθετον, Εὐστ. 384, 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rejeté;<br /><b>2</b> qui doit être rejeté, mis au rebut.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβλητος Medium diacritics: ἔκβλητος Low diacritics: έκβλητος Capitals: ΕΚΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ékblētos Transliteration B: ekblētos Transliteration C: ekvlitos Beta Code: e)/kblhtos

English (LSJ)

ον,

   A cast overboard, E.Hec.699.    II to be thrown out, νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Heraclit.96, cf. Ph.1.477 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 754] ausgeworfen, Eur. Hec. 699; wegzuwerfen, Heraclit. fr. 43 Schol.; vgl. Poll. 5, 163.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβλητος: -ον, ἐρριμμένος ἔξω, ἔκβλητον, ἢ πέσημα φοινίου δορός; «ἐκβεβλημένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἢ πτῶμα ὑπὸ δορὸς φονικοῦ;» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 700. ΙΙ. ἀπόβλητος, ἀπορρίψιμος, νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Ἡράκλ. παρὰ Στράβ. 784, Πλούτ. 2. 669Α βρέφος ἔκβλητον, ἔκθετον, Εὐστ. 384, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rejeté;
2 qui doit être rejeté, mis au rebut.
Étymologie: ἐκβάλλω.