σύνθλιψις: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_9)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνθλιψις''': ἡ, [[θλῖψις]], [[συμπίεσις]], Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. [[θλῖψις]], [[λύπη]], [[στενοχωρία]], Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.
|lstext='''σύνθλιψις''': ἡ, [[θλῖψις]], [[συμπίεσις]], Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. [[θλῖψις]], [[λύπη]], [[στενοχωρία]], Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνθλιψις:''' εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθλιψις Medium diacritics: σύνθλιψις Low diacritics: σύνθλιψις Capitals: ΣΥΝΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: sýnthlipsis Transliteration B: synthlipsis Transliteration C: synthlipsis Beta Code: su/nqliyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.

Russian (Dvoretsky)

σύνθλιψις: εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.