πλάδη: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_9)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάδη''': ἡ, = [[πλάδος]], Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[πλαδαρός]].
|lstext='''πλάδη''': ἡ, = [[πλάδος]], Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[πλαδαρός]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλαδῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάδη Medium diacritics: πλάδη Low diacritics: πλάδη Capitals: ΠΛΑΔΗ
Transliteration A: pládē Transliteration B: pladē Transliteration C: pladi Beta Code: pla/dh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = πλάδος, Emp.75, Suid.s.v. πλαδαρόν (pl.).

German (Pape)

[Seite 623] ἡ, = πλάδος, Empedocl.

Greek (Liddell-Scott)

πλάδη: ἡ, = πλάδος, Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. πλαδαρός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαδῶ].