ἀκατάσχετος: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37. | |lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κατέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (κατέχω)
A not to be checked, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα D.S.17.38; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv. -τως D.S.17.34, Plu.Cam.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσχετος: -ον, (κατέχω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut contenir.
Étymologie: ἀ, κατέχω.