ἐρίτιμος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίτῑμος''': -ον, [[πολύτιμος]], ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν [[ἀκτήμων]] ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. [[εἶδος]] τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.). | |lstext='''ἐρίτῑμος''': -ον, [[πολύτιμος]], ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν [[ἀκτήμων]] ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. [[εἶδος]] τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un très haut prix, très précieux.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[τιμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A highly-prized, precious, of gold, Il.9.126 ; of the Aegis, 2.447 ; τρίποδες h.Ap.443, Ar.Eq.1016 ; of persons, Man.3.324 ; Μοῖραι dub. cj. in Epigr.Gr. 248.9 ; in later Prose, φιλοσοφία Them.Or.2.54d ; iron., δουλείη IG 14.1363. II as Subst., a fish, prob. a kind of sardine, Dorio and Epaenet. ap. Ath.7.328f, Diph.Siph.ib.355f, PLips.92.3 [Arch.Pap.4.482] (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, ein Fisch, bei Ath. VII, 328 f. sehr geschätzt, köstlich, χρυσός Il. 9, 126, αἰγίς 2, 447; τρίποδες Ar. Equ. 1016; sp. D.; von Personen nie gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίτῑμος: -ον, πολύτιμος, ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. εἶδος τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un très haut prix, très précieux.
Étymologie: ἐρι-, τιμή.